επικατορύσσω

επικατορύσσω
ἐπικατορύσσω (AM)
θάβω επί πλέον («ἵνα καὶ αὐτὸς ζῶν ἐπικατορυγῇ», Μιχ. Ακομ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ-ορύσσω «σκάβω, θάβω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”